Προσαρμόσιμος - ορισμός του προσαρμόσιμος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%b1%cf%81%ce%bc%cf%8c%cf%83%ce%b9%ce%bc%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.732.736.080
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
προσαρμόσιμος
Μεταφράσεις
προσαρμόσιμος
قَابِلٌ لِلتَعْدِيل
προσαρμόσιμος
nastavitelný
προσαρμόσιμος
justerbar
προσαρμόσιμος
verstellbar
προσαρμόσιμος
adjustable
προσαρμόσιμος
ajustable
προσαρμόσιμος
säädettävä
προσαρμόσιμος
ajustable
προσαρμόσιμος
prilagodljiv
προσαρμόσιμος
regolabile
προσαρμόσιμος
調整できる
προσαρμόσιμος
조정할 수 있는
προσαρμόσιμος
aanpasbaar
προσαρμόσιμος
justerbar
προσαρμόσιμος
regulowany
προσαρμόσιμος
ajustável
προσαρμόσιμος
регулируемый
προσαρμόσιμος
reglerbar
προσαρμόσιμος
ปรับตัวได้
προσαρμόσιμος
ayarlanabilir
προσαρμόσιμος
điều chỉnh được
προσαρμόσιμος
可调节的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προπονήτρια
προπονούμαι
προπονούμενος
προπονώ
προπορεύομαι
πρόποση
προπτυχιακός φοιτητής
πρόπτωση
προπυλένιο
πρόρρηση
προς
πρός
προς ανατολάς
προς στιγμή
προς τα εμπρός
προς τα νότια
προς τα πάνω
προς τα πίσω
προς τη δύση
προς το κάτω πάτωμα
προς το παρόν
προσαγωγός
προσάναμμα
προσανατολίζομαι
προσανατολίζω
προσανατολισμός
προσαράσσω
προσαρμογή
προσαρμόζομαι
προσαρμόζω
προσαρμόσιμος
προσαρμοσμένος
προσαρμοστική
προσαρμοστικό
προσαρμοστικός
προσαρμοστικότητα
προσάρτημα
προσάρτηση
προσάρτμημα
προσαρτώ
προσαύξηση
προσβάλλομαι
προσβάλλω
πρόσβαση
προσβάσιμος
προσβεβλημένη
προσβεβλημένο
προσβεβλημένος
προσβλητική
προσβλητικό
προσβλητικός
προσβολή
προσγειωμένη
προσγειωμένο
προσγειωμένος
προσγειώνομαι
προσγειώνω
προσγείωση
προσδένω
προσδιορίζω
προσδιορίζω ποσοτικά
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close