Προσδένω - ορισμός του προσδένω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%b4%ce%ad%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.937.178.000
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
προσδένω
Μεταφράσεις
προσδένω
moor
προσδένω
يَرْبِطُ
προσδένω
uvázat
προσδένω
fortøje
προσδένω
vertäuen
προσδένω
amarrar
προσδένω
kiinnittää laituriin
προσδένω
amarrer
προσδένω
sidriti
προσδένω
ormeggiare
προσδένω
停泊させる
προσδένω
매어두다
προσδένω
aanmeren
προσδένω
fortøye
προσδένω
przycumować
προσδένω
atracar
προσδένω
швартовать
προσδένω
förtöja
προσδένω
จอดเรือ
προσδένω
bağlamak
προσδένω
bỏ neo
προσδένω
停泊
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προσαρμόζομαι
προσαρμόζω
προσαρμόσιμος
προσαρμοσμένος
προσαρμοστική
προσαρμοστικό
προσαρμοστικός
προσαρμοστικότητα
προσάρτημα
προσάρτηση
προσάρτμημα
προσαρτώ
προσαύξηση
προσβάλλομαι
προσβάλλω
πρόσβαση
προσβάσιμος
προσβεβλημένη
προσβεβλημένο
προσβεβλημένος
προσβλητική
προσβλητικό
προσβλητικός
προσβολή
προσγειωμένη
προσγειωμένο
προσγειωμένος
προσγειώνομαι
προσγειώνω
προσγείωση
προσδένω
προσδιορίζω
προσδιορίζω ποσοτικά
προσδιορισμός
προσδιορισμός ταυτότητας
προσδιοριστής
προσδοκία
προσδοκώ
προσεγγίζω
προσέγγιση
προσεγγιστικά
προσεγγιστικός
προσεγμένα
προσεγμένη
προσεγμένο
προσεγμένος
προσεδαφίζομαι
προσεδάφιση
προσεκτικά
προσεκτική
προσεκτικό
προσεκτικός
προσέλαβα
προσέλευση
προσελήνωση
προσελκύω
πρόσεξε
προσεταιριστικός
προσευχή
προσεύχη
προσεύχομαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close