προσεγγίζω
approachapprocher (proseŋ'ɟizo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα) 1. πλησιάζω s'approcher Το αεροπλάνο προσέγγισε το αεροδρόμιο. L'avion s'est approché de l'aéroport.
2. κοντεύω
toucher Οι τιμές του πετρελαίου προσεγγίζουν το κατώτατο όριο. Les prix du pétrole touchent leur niveau le plus bas. 3. αντιμετωπίζω
aborder προσεγγίζω ένα θέμα aborder un sujet Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.