προσκαλεσμένος
(προωθήθηκε από προσκαλεσμένη)Μεταφράσεις
προσκαλεσμένος
(proskale'zmenos) αρσενικόπροσκαλεσμένη
(proskale'zmeni) θηλυκόπροσκαλεσμένο
(proskale'zmeno) ουδέτεροεπίθετο
καλεσμένος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.