προσκολλημένος
(προωθήθηκε από προσκολλημένη)Μεταφράσεις
προσκολλημένος
(proskoli'menos) αρσενικόπροσκολλημένη
(proskoli'meni) θηλυκόπροσκολλημένο
(proskoli'meno) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν είναι ανεξάρτητος Είναι προσκολλημένος στη μάνα του.
2. που έχει εμμονές είμαι προσκολλημένος στις ιδέες μου
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.