προσοδοφόρος
(προωθήθηκε από προσοδοφόρος-α)Μεταφράσεις
προσοδοφόρος
(prosoðo'foros)προσοδοφόρος-α
( prosoðo'foros-a)προσοδοφόρο
profitablerentablerentávelzyskiemпечалбаziskovýchrentableרווחיlönsam (prosoðo'foro)επίθετο
που αποφέρει κέρδος προσοδοφόρο επάγγελμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.