Προσπελαύνω - ορισμός του προσπελαύνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%cf%80%ce%b5%ce%bb%ce%b1%cf%8d%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.943.842.406
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
προσπελαύνω
Αναζητήσεις σχετικές με προσπελαύνω:
προσπελάζω
,
προσχώρηση
Μεταφράσεις
προσπελαύνω
يَتَوَصَّلُ إِلى
προσπελαύνω
získat
προσπελαύνω
skaffe sig adgang til
προσπελαύνω
zugreifen auf
προσπελαύνω
access
προσπελαύνω
acceder
προσπελαύνω
päästä sisään
προσπελαύνω
accéder à
προσπελαύνω
pristupiti
προσπελαύνω
accedere
προσπελαύνω
アクセスする
προσπελαύνω
접속하다
προσπελαύνω
openen
προσπελαύνω
få tilgang til
προσπελαύνω
uzyskać dostęp
προσπελαύνω
aceder
,
acessar
προσπελαύνω
получить доступ
προσπελαύνω
komma åt
προσπελαύνω
เข้าถึง
προσπελαύνω
erişmek
προσπελαύνω
tiếp cận
προσπελαύνω
出入
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πρόσκομμα
προσκοπισμός
πρόσκοπος
πρόσκρουση
προσκρούω
προσκτώμαι
προσκυνάω
προσκύνημα
προσκυνητής
προσκυνήτρια
προσκυνώ
προσλαμβάνω
πρόσληψη
πρόσμειξη
προσμονή
πρόσοδος
προσοδοφόρο
προσοδοφόρος
προσοδοφόρος-α
προσομοίωση
προσόν
προσοντούχος
προσοχή
πρόσοψη
προσπάθεια
προσπαθώ
προσπέκτους
προσπελάζω
προσπέλαση
προσπελάσιμος
προσπελαύνω
προσπέραση
προσπέρασμα
προσπερνάω
προσπερνώ
προσπέφτω
προσπίπτουσα
προσπίπτων
προσποίηση
προσποιητά
προσποιητή
προσποιητό
προσποιητός
προσποιούμαι
προσρόφηση
προσροφώ
προσταγή
πρόσταγμα
προστάζω
προστακτική
προστακτικό
προστακτικός
προστασία
προστατευμένο
προστατευόμενη
προστατευόμενο
προστατευόμενος
προστατευτικά γυαλιά
προστατευτική
προστατευτικό
προστατευτικό μαξιλαράκι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close