προσφυγικός
(προωθήθηκε από προσφυγική)Μεταφράσεις
προσφυγικός
(prosfiʝi'kos) αρσενικόπροσφυγική
(prosfiʝi'ci) θηλυκόπροσφυγικό
refugiadosréfugiés难民難民難民난민 (prosfiʝi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με πρόσφυγες προσφυγική συνοικία προσφυγικό στρατόπεδο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.