προσχολικός
(προωθήθηκε από προσχολική)Μεταφράσεις
προσχολικός
(prosxoli'kos) αρσενικόπροσχολική
(prosxoli'ci) θηλυκόπροσχολικό
(prosxoli'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με την περίοδο πριν το σχολείο η προσχολική ηλικία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.