Προσωπικά - ορισμός του προσωπικά από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%cf%89%cf%80%ce%b9%ce%ba%ce%ac
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.607.436.927
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
προσωπικά
Μεταφράσεις
προσωπικά
personally
,
in the flesh
προσωπικά
شَخْصِيَّاً
προσωπικά
osobně
προσωπικά
personligt
προσωπικά
persönlich
προσωπικά
personalmente
προσωπικά
henkilökohtaisesti
προσωπικά
personnellement
προσωπικά
osobno
προσωπικά
personalmente
προσωπικά
直接自分で
προσωπικά
개인적으로
προσωπικά
persoonlijk
προσωπικά
personlig
προσωπικά
osobiście
προσωπικά
pessoalmente
προσωπικά
лично
προσωπικά
personligen
προσωπικά
โดยส่วนตัว
προσωπικά
kişisel olarak
προσωπικά
theo cá nhân
προσωπικά
就我个人来说
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προσφυγή
προσφυγική
προσφυγικό
προσφυγικός
πρόσφυμα
πρόσφυση
προσφωνώ
πρόσχαρη
πρόσχαρο
πρόσχαρος
προσχεδιάζω
προσχεδιασμένη
προσχεδιασμένο
προσχεδιασμένος
προσχέδιο
πρόσχημα
προσχολική
προσχολικό
προσχολικός
πρόσχωμα
προσχωματικός
προσχώνω
προσχώρηση
προσχωρώ
πρόσχωση
προσωδιακά
προσωδιακός
πρόσωπα
προσωπάρχης
προσωπείο
προσωπικά
προσωπική
προσωπικό
προσωπικός
προσωπικός βοηθός
προσωπικός υπολογιστής
προσωπικότητα
πρόσωπο
προσωπογραφία
προσωποποίηση
προσωποποιώ
προσώπου
προσωρινά
προσωρινή
προσωρινό
προσωρινός
προσωρινός υπάλληλος
πρόταση
προτεινόμενος
προτείνω
προτελευταία
προτελευταίο
προτελευταίος
προτεραιίτητα
προτεραιότητα
προτεραίοτητα
προτεραιότητα οχήματος
προτέρημα
προτεστάντης
προτεσταντικός
προτεσταντισμός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close