προφητικός
(προωθήθηκε από προφητική)Μεταφράσεις
προφητικός
(profiti'kos) αρσενικόπροφητική
(profiti'ci) θηλυκόπροφητικό
propheticprophétique (profiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με προφητεία προφητικά βιβλία
2. μεταφορικά για κτ που βγαίνει αληθινό προφητικά λόγια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.