Προϋπάρχω - ορισμός του προϋπάρχω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%8b%cf%80%ce%ac%cf%81%cf%87%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.771.175.865
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
προϋπάρχω
Μεταφράσεις
προϋπάρχω
(
proi'parxo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
υπάρχω από πριν
préexister
Το πρόβλημα προϋπήρχε.
Le problème préexistait.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προτεραίοτητα
προτεραιότητα οχήματος
προτέρημα
Προτεστάντης
προτεσταντικός
προτεσταντισμός
προτεστάντισσα
προτίθεμαι
προτιμάω
προτίμηση
προτιμότερη
προτιμότερο
προτιμότερος
προτιμώ
Προτιμώ να ...
Προτιμώ να πάω απευθείας
προτομή
προτού
προτρεπτική
προτρεπτικό
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέχω
προτροπή
πρότσα
προτσές
πρότυπο
πρότυπος
προϋλογισμός
προϋπαντώ
προϋπάρχω
προϋπηρεσία
προϋπόθεση
προϋποθέτω
προϋπολογισμός
προφανές
προφανής
προφανώς
πρόφαση
προφασίζομαι
προφέρω
προφητεία
προφητεύω
προφήτης
προφητική
προφητικό
προφητικός
προφίλ
προφορά
προφορικά
προφορική
προφορική εξέταση
προφορικό
προφορικός
προφταίνω
πρόφτασα
προφυλακίζω
προφυλακτήρας
προφυλακτικό
προφύλαξη
προφύλαξη οθόνης
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close