πρωταπριλιάτικος
(προωθήθηκε από πρωταπριλιάτικο)Μεταφράσεις
πρωταπριλιάτικος
(protapri'ʎatikos) αρσενικόπρωταπριλιάτικη
(protapri'ʎatici) θηλυκόπρωταπριλιάτικο
(protapri'atiko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με την Πρωταπριλιά πρωταπριλιάτικο αστείο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.