πρωτοποριακός
(προωθήθηκε από πρωτοποριακή)Μεταφράσεις
πρωτοποριακός
(protoporia'kos) αρσενικόπρωτοποριακή
(protoporia'ci) θηλυκόπρωτοποριακό
(protoporia'ko) ουδέτεροεπίθετο
προχωρημένος, μοντέρνος πρωτοποριακές ιδέες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.