Πρωτοστατώ - ορισμός του πρωτοστατώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%cf%89%cf%84%ce%bf%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%84%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.378.874.517
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πρωτοστατώ
Μεταφράσεις
πρωτοστατώ
(
protosta'to
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
είμαι βασικό στέλεχος σε κτ
être en tête
πρωτοστατώ σε διαδήλωση
être en tête d'une manifestation
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πρωτοβρόχι
πρωτογενές
πρωτογενής
πρωτογνωρίζω
πρωτόγνωρος
πρωτόγονη
πρωτόγονο
πρωτόγονος
πρωτοδικείο
πρωτοεμφανίζομαι
πρωτοετές
πρωτοετής
πρωτόζωο
πρωτοκλασάτος
πρωτόκολλο
πρωτοκολλώ
πρώτον
πρωτόνιο
πρωτόπλασμα
πρωτοπλάστης
πρωτοπόρα
πρωτοπορία
πρωτοποριακή
πρωτοποριακό
πρωτοποριακός
πρωτοπόρο
πρωτοπόρος
πρώτος
πρώτος αριθμός
πρωτοσέλιδο
πρωτοστατώ
πρωτότοκη
πρωτοτόκια
πρωτότοκο
πρωτότοκος
πρωτότυπη
πρωτοτυπία
πρωτότυπο
πρωτότυπος
πρωτοτυπώ
πρωτοφανής
πρωτοχρονιά
πρωτοχρονιάτικη
πρωτοχρονιάτικο
πρωτοχρονιάτικος
πρωτύτερα
πταίσμα
πτερνιστήρας
πτέρυγα
πτερυγίζω
πτερύγιο
πτερύργια
πτηνό
πτηνοθήρας
Πτηνόν Παραδείσιον
πτηνοτροφείο
πτήση
πτήση τσάρτερ
πτητικός
πτοούμαι
πτοώ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close