πρωτοχρονιάτικος
(προωθήθηκε από πρωτοχρονιάτικη)Μεταφράσεις
πρωτοχρονιάτικος
(protoxro'ɲatikos) αρσενικόπρωτοχρονιάτικη
(protoxro'ɲatici) θηλυκόπρωτοχρονιάτικο
(protoxro'ɲatiko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με την πρωτοχρονιά πρωτοχρονιάτικο γεύμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.