πρόβειος
(προωθήθηκε από πρόβεια)Μεταφράσεις
πρόβειος
('provjos) αρσενικόπρόβεια
('provja) θηλυκόπρόβειο
('provjo) ουδέτεροεπίθετο
που παράγεται από πρόβατο πρόβειο γιαούρτι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.