Πρόθυμα - ορισμός του πρόθυμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%cf%8c%ce%b8%cf%85%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.669.503.927
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πρόθυμα
Μεταφράσεις
πρόθυμα
عَلَى اِسْتِعْداد
,
عَنْ طِيْبِ خَاطِر
πρόθυμα
ochotně
πρόθυμα
beredvilligt, villigt
πρόθυμα
bereitwillig
πρόθυμα
readily
,
willingly
πρόθυμα
de buen grado
,
prontamente
πρόθυμα
helposti, mielellään
πρόθυμα
facilement
,
volontiers
πρόθυμα
spremno, voljno
πρόθυμα
volentieri
πρόθυμα
すぐに, 進んで
πρόθυμα
기꺼이, 즉시
πρόθυμα
bereid
,
graag
πρόθυμα
frivillig
,
villig
πρόθυμα
chętnie
πρόθυμα
de boa vontade
,
prontamente
πρόθυμα
охотно
πρόθυμα
beredvillig, villigt
πρόθυμα
อย่างเต็มใจ, อย่างไม่ลังเล
πρόθυμα
hazır bir şekilde
,
seve seve
πρόθυμα
sẵn sàng
πρόθυμα
乐意地
,
欣然地
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προεξοχή
προεπιλεγμένος
προεργασία
προέρχομαι
προετοιμάζομαι
προετοιμάζω
προετοιμασία
προετοιμασμένος
προέχω
πρόζα
προήγαγα
προηγμένη
προηγμένο
προηγμένος
προηγούμαι
προηγούμενη
προηγούμενο
προηγούμενος
προηγουμένως
προήλθα
προημιτελικός
προθάλαμος
πρόθεμα
προθερμαίνομαι
προθερμαίνω
προθέρμανση
πρόθεση
προθεσμία
προθήκη
πρόθημα
πρόθυμα
πρόθυμη
προθυμία
πρόθυμο
πρόθυμος
πρόθυρα
προίκα
προικίζω
προικισμένος
προικοδότηση
προϊόν
προΐσταμαι
προϊσταμένη
προϊστάμενος
προϊστορία
προϊστορική
προϊστορικό
προϊστορικός
προιωνίζομαι
πρόκα
προκαθορίζω
προκαθορισμένος
προκάλεσα
προκαλώ
προκαλώ ανία
προκάμβρια
προκαταβάλλω
προκαταβολή
προκαταβολικά
προκαταλαμβάνω
προκατάληψη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close