Πρόσκομμα - ορισμός του πρόσκομμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%cf%8c%cf%83%ce%ba%ce%bf%ce%bc%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.732.461.565
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πρόσκομμα
Μεταφράσεις
πρόσκομμα
عَقَبَة
πρόσκομμα
zádrhel
πρόσκομμα
vanskelighed
πρόσκομμα
Haken
πρόσκομμα
hitch
πρόσκομμα
complicación
πρόσκομμα
ongelma
πρόσκομμα
empêchement
πρόσκομμα
zastoj
πρόσκομμα
inconveniente
πρόσκομμα
障害
πρόσκομμα
장애
πρόσκομμα
tegenslag
πρόσκομμα
problem
πρόσκομμα
komplikacja
πρόσκομμα
empecilho
πρόσκομμα
препятствие
πρόσκομμα
ryck
πρόσκομμα
การหยุดชะงัก
πρόσκομμα
ufak sorun
πρόσκομμα
cản trở
πρόσκομμα
故障
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προσθήκη
πρόσθηκη
πρόσθιο
πρόσθιος
προσιτή
προσιτό
προσιτός
πρόσκαιρη
πρόσκαιρο
πρόσκαιρος
προσκαλεσμένη
προσκαλεσμένο
προσκαλεσμένος
προσκαλώ
προσκείμενος
προσκεκλημένη
προσκεκλημένο
προσκεκλημένος
προσκεφάλι
προσκέφαλο
προσκήνιο
πρόσκληση
προσκλητήριο
προσκολλημένη
προσκολλημένο
προσκολλημένος
προσκόλληση
προσκολλώμαι
προσκομιδή
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπισμός
πρόσκοπος
πρόσκρουση
προσκρούω
προσκτώμαι
προσκυνάω
προσκύνημα
προσκυνητής
προσκυνήτρια
προσκυνώ
προσλαμβάνω
πρόσληψη
πρόσμειξη
προσμονή
πρόσοδος
προσοδοφόρο
προσοδοφόρος
προσοδοφόρος-α
προσομοίωση
προσόν
προσοντούχος
προσοχή
πρόσοψη
προσπάθεια
προσπαθώ
προσπέκτους
προσπελάζω
προσπέλαση
προσπελάσιμος
προσπελαύνω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close