Πταίσμα - ορισμός του πταίσμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%84%ce%b1%ce%af%cf%83%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.722.830.931
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πταίσμα
Μεταφράσεις
πταίσμα
přečin, přestupek
πταίσμα
misdemeanor
,
misdemeanour
πταίσμα
проступок
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πρώτον
πρωτόνιο
πρωτόπλασμα
πρωτοπλάστης
πρωτοπόρα
πρωτοπορία
πρωτοποριακή
πρωτοποριακό
πρωτοποριακός
πρωτοπόρο
πρωτοπόρος
πρώτος
πρώτος αριθμός
πρωτοσέλιδο
πρωτοστατώ
πρωτότοκη
πρωτοτόκια
πρωτότοκο
πρωτότοκος
πρωτότυπη
πρωτοτυπία
πρωτότυπο
πρωτότυπος
πρωτοτυπώ
πρωτοφανής
Πρωτοχρονιά
πρωτοχρονιάτικη
πρωτοχρονιάτικο
πρωτοχρονιάτικος
πρωτύτερα
πταίσμα
πτερνιστήρας
πτέρυγα
πτερυγίζω
πτερύγιο
πτερύργια
πτηνό
πτηνοθήρας
Πτηνόν Παραδείσιον
πτηνοτροφείο
πτήση
πτήση τσάρτερ
πτητικός
πτοούμαι
πτοώ
πτυελοδοχείο
πτυσσόμενη
πτυσσόμενο
πτυσσόμενος
πτύσσω
πτυχή
πτυχιακός
πτυχίο
Πτυχίο πανεπιστημίου
πτυχιούχος
πτύω
πτώμα
πτώση
πτώσις
πτωτικός
πτωχεύσας
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close