πυκνογραμμένος
(προωθήθηκε από πυκνογραμμένη)Μεταφράσεις
πυκνογραμμένος
(piknoɣra'menos) αρσενικόπυκνογραμμένη
(piknoɣra'meni) θηλυκόπυκνογραμμένο
(piknoɣra'meno) ουδέτεροεπίθετο
που είναι γραμμένος χωρίς κενά πυκνογραμμένο κείμενο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.