Πυκνότητα - ορισμός του πυκνότητα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%85%ce%ba%ce%bd%cf%8c%cf%84%ce%b7%cf%84%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.943.823.618
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πυκνότητα
Μεταφράσεις
πυκνότητα
density
,
thickness
كَثَافَة
hustota
tæthed
Dichte
densidad
tiheys
densité
gustoća
densità
密集
밀도
dichtheid
tetthet
gęstość
densidade
плотность
täthet
ความหนาแน่น
yoğunluk
mật độ
稠密
,
密度
密度
צפיפות
плътност
(
pi'knotita
)
ουσιαστικό
θηλυκό
όταν κτ είναι πυκνό
densité
θηλυκό
épaisseur
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πτύω
πτώμα
πτώση
πτώσις
πτωτικός
πτωχεύσας
πτώχευση
πτωχεύω
πυγή
πυγμαίος
πυγμαχία
πυγμάχος
πυγμαχώ
πυγμή
πυγολαμπίδα
πύελος
πύηση
Πυθαγόρας
Πυθία
πυθμένας
πύθωνας
πυκνή
πυκνό
πυκνογραμμένη
πυκνογραμμένο
πυκνογραμμένος
πυκνοκατοικημένη
πυκνοκατοικημένο
πυκνοκατοικημένος
πυκνός
πυκνότητα
πυκνώνω
πυκνωτής
πύλη
πυλώνας
πυλωρικός
πυλωρός
πυξάρι
πυξίδα
Πυξίς
πύξοσ
πύο
πύον
πυρ
πυρά
πυράκανθος
πυρακτωμένος
πυρακτώνομαι
πυρακτώνω
πυράκτωση
πυραμίδα
πυραμίδα του Χέοπα
πυραμιδικός
πυραμίς
πύραυλος
πυργίσκος
πυργοδεσπότης
πύργος
Πύργος της Βαβέλ
πυρετός
πυρετώδες
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close