Πυρετωδώς - ορισμός του πυρετωδώς από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%85%cf%81%ce%b5%cf%84%cf%89%ce%b4%cf%8e%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.597.670.391
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πυρετωδώς
Μεταφράσεις
πυρετωδώς
fébrilement
,
fiévreusement
(
pireto'ðos
)
επίρρημα
πολύ έντονα
fébrilement
δουλεύω πυρετωδώς
travailler fébrilement
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πυκνωτής
πύλη
πυλώνας
πυλωρικός
πυλωρός
πυξάρι
πυξίδα
Πυξίς
πύξοσ
πύο
πύον
πυρ
πυρά
πυράκανθος
πυρακτωμένος
πυρακτώνομαι
πυρακτώνω
πυράκτωση
πυραμίδα
πυραμίδα του Χέοπα
πυραμιδικός
πυραμίς
πύραυλος
πυργίσκος
πυργοδεσπότης
πύργος
Πύργος της Βαβέλ
πυρετός
πυρετώδες
πυρετώδης
πυρετωδώς
πυρήνας
πυρήνες
πυρηνική
πυρηνικό
πυρηνικός
πυριγενής
πυρίμαχος
πύρινη
πύρινο
πύρινος
πυρίτης
πυρίτιδα
πυρίτιο
πυριτιούχος
πυρκαγιά
πυροβασία
πυροβολάω
πυροβόλησα
πυροβολική
πυροβολικό
πυροβολισμός
πυροβόλο
πυροβολώ
πυροδότηση
πυροδοτώ
πυρόλυση
πυρομανής
πυρομανία
πυρομαχικά
πυρόξανθος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close