πυροσβεστικός
(προωθήθηκε από πυροσβεστικό)Μεταφράσεις
πυροσβεστικός
(pirozvesti'kos) αρσενικόπυροσβεστική
(pirozvesti'ci) θηλυκόπυροσβεστικό
firefuegoFeuerincendiebrand火火brandאש火ไฟ (pirozvesti'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τους πυροσβέστες ή το σβήσιμο της φωτιάς πυροσβεστικό σώμα πυροσβεστική αντλία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.