πύρινος
(προωθήθηκε από πύρινη)Μεταφράσεις
πύρινος
('pirinos) αρσενικόπύρινη
('pirini) θηλυκόπύρινο
('pirino) ουδέτεροεπίθετο
1. που βγάζει φωτιά πύρινη μάζα
2. μεταφορικά φλογερός πύρινο βλέμμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.