Ρέψιμο - ορισμός του ρέψιμο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%81%ce%ad%cf%88%ce%b9%ce%bc%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.660.728.128
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ρέψιμο
Μεταφράσεις
ρέψιμο
burp
,
belch
تـَجَشُّؤ
říhnutí
bøvs
Rülpser
eructo
röyhtäys
rot
podrigivanje
rutto
げっぷ
트림
boer
rap
beknięcie
arroto
отрыжка
rap
การเรอ
geğirme
tiếng ợ
打嗝
(
'repsimo
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
το να ρεύεται κν
renvoi
αρσενικό
rot
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ρεπουβλικανός
ρεπούμπλικο
ρέπω
ρεσάλτο
ρεσεψιόν
ρεσεψιονίστ
ρεσιτάλ
ρέστα
ρεστοράν
ρετάλι
ρετιρέ
Ρετσίνα
ρετσίνι
ρεύμα
ρευματικά
ρευματισμοί
ρευματισμός
ρεύομαι
ρεύση
ρευστή
ρευστό
ρευστοποιήσιμος
ρευστοποιώ
ρευστός
ρευστότητα
ρεφενές
ρεφορμισμός
ρεφορμιστής
ρεφορμιστικός
ρεφρέν
ρέψιμο
ρέω
ρήγας
ρήγμα
ρήμα
ρήμαγμα
ρημάδι
ρημαδιό
ρημάζω
ρηματικός
ρήνιο
Ρήνος
ρήξη
ρηξικέλευθος
ρήον
ρήση
ρητά
ρητή
ρητίνη
ρητό
ρήτορας
ρητορεία
ρητορική
ρητορικός
ρητός
ρητός αριθμός
ρήτρα
ρητώς
ρηχά
ρηχαίνω
ρηχή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close