Ρήμα - ορισμός του ρήμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%81%ce%ae%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.936.846.690
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ρήμα
Μεταφράσεις
ρήμα
werkwoord
глагол
verb
Verb
,
Zeitwort
verb
verbo
verb
فعل
verbi
verbe
क्रिया
kata, kerja
sagnorð
verbo
動詞
verbum
werkwoord
czasownik
verbo
verb
глагол
verb
动词
فِعْل
sloveso
verbum
glagol
동사
verb
คำกริยา
fiil
động từ
動詞
הפועל
(
'rima
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
μέρος του λόγου που εκφράζει κπ ενέργεια ή κατάσταση
verbe
αρσενικό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ρεσεψιόν
ρεσεψιονίστ
ρεσιτάλ
ρέστα
ρεστοράν
ρετάλι
ρετιρέ
ρετσίνα
ρετσίνι
ρεύμα
ρευματικά
ρευματισμοί
ρευματισμός
ρεύομαι
ρεύση
ρευστή
ρευστό
ρευστοποιήσιμος
ρευστοποιώ
ρευστός
ρευστότητα
ρεφενές
ρεφορμισμός
ρεφορμιστής
ρεφορμιστικός
ρεφρέν
ρέψιμο
ρέω
ρήγας
ρήγμα
ρήμα
ρήμαγμα
ρημάδι
ρημαδιό
ρημάζω
ρηματικός
ρήνιο
Ρήνος
ρήξη
ρηξικέλευθος
ρήον
ρήση
ρητά
ρητή
ρητίνη
ρητό
ρήτορας
ρητορεία
ρητορική
ρητορικός
ρητός
ρητός αριθμός
ρήτρα
ρητώς
ρηχά
ρηχαίνω
ρηχή
ρηχό
ρηχός
ριάλιτι σόου
ρίγα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close