Ρίσκο - ορισμός του ρίσκο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%81%ce%af%cf%83%ce%ba%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.916.526
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ρίσκο
Μεταφράσεις
ρίσκο
risk
riesgo
rischio
риск
Risiko
risque
risico
risco
风险
風險
riziko
risiko
リスク
위험
risk
(
'risko
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
κίνδυνος
risque
αρσενικό
danger
αρσενικό
παίρνω (το) ρίσκο (να)
prendre le risque de
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ρίζα
ρίζες
ριζική
ριζικό
ριζικός
Ριζοκάρπασο
ριζοσπάστης
ριζοσπαστική
ριζοσπαστικό
ριζοσπαστικοποίηση
ριζοσπαστικοποιώ
ριζοσπαστικός
ριζοσπάστρια
ρίζωμα
ριζώνω
ριλαξάρω
ρινγκ
ρίνη
ρινική
ρινικό
ρινικός
ρινόκερος
ρινόκερως
ρινορραγία
ρίξιμο
Ρίο
ριονκερώντος
ριπή
ριπή ανέμου
ρισκάρω
ρίσκο
Ρίτσαρντ
Ριχάρδος
ρίχνει χιονόνερο
ρίχνομαι
ρίχνω
ρίχνω κάτω με ένα χτύπημα
ριχτή
ριχτό
ριχτός
ρίψη
ριψοκινδυνεύω
ριψοκίνδυνη
ριψοκίνδυνο
ριψοκίνδυνος
ρο
ρόγα
ρόδα
ροδακινιά
ροδάκινο
ροδαλός
ροδάνι
Ροδανός
ροδέλα
ρόδι
ροδιά
ροδίζω
ρόδινη
ρόδινο
ρόδινος
ρόδιο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close