ραγίζω
Μεταφράσεις
ραγίζω
(ra'ʝizo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
σχηματίζω ρωγμή σε αντικείμενο Ράγισα το βάζο.
ραγίζω
crackيَتَصَدَّعُprasknoutrevnezerspringenagrietar, rajarmurtuafendrenapuknutispaccarsi割れる금이 가다barstensprekkepęknąćquebrarтреснутьsprickaแตกร้าวçatlamaklàm rạn nứt破裂ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. αποκτώ ρωγμή Το τζάμι ράγισε.
μεταφορικά στενοχωριέμαι πολύ
μεταφορικά στενοχωριέμαι πολύ
2. μεταφορικά φθείρομαι Η σχέση μας ράγισε.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.