ρακοσυλλέκτης
(προωθήθηκε από ρακοσυλλέκτρια)Μεταφράσεις
ρακοσυλλέκτης
(rakosi'lektis) αρσενικόρακοσυλλέκτρια
(rakosi'lektria) θηλυκόουσιαστικό
αυτός που ψάχνει στα σκουπίδια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.