Ρευστή - ορισμός του ρευστή από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%81%ce%b5%cf%85%cf%83%cf%84%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.728.235.307
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ρευστός
(προωθήθηκε από
ρευστή
)
Μεταφράσεις
ρευστός
(
ref'stos
)
αρσενικό
ρευστή
(
ref'sti
)
θηλυκό
ρευστό
liquid
liquide
(
ref'sto
)
ουδέτερο
επίθετο
1.
που δεν είναι στερεός
fluide
ρευστά υλικά
des matières fluides
2.
που μεταβάλλεται συνεχώς
fluide instable
ρευστή κατάσταση
une situation fluide
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Ρεν
ρέντγκεν
ρεντγκένιο
ρεπανάκι
ρεπάρω
ρεπερτόριο
ρεπεσάζ
ρέπλικα
ρεπό
ρεπορτάζ
ρεπόρτερ
ρεπουβλικανός
ρεπούμπλικο
ρέπω
ρεσάλτο
ρεσεψιόν
ρεσεψιονίστ
ρεσιτάλ
ρέστα
ρεστοράν
ρετάλι
ρετιρέ
Ρετσίνα
ρετσίνι
ρεύμα
ρευματικά
ρευματισμοί
ρευματισμός
ρεύομαι
ρεύση
ρευστή
ρευστό
ρευστοποιήσιμος
ρευστοποιώ
ρευστός
ρευστότητα
ρεφενές
ρεφορμισμός
ρεφορμιστής
ρεφορμιστικός
ρεφρέν
ρέψιμο
ρέω
ρήγας
ρήγμα
ρήμα
ρήμαγμα
ρημάδι
ρημαδιό
ρημάζω
ρηματικός
ρήνιο
Ρήνος
ρήξη
ρηξικέλευθος
ρήον
ρήση
ρητά
ρητή
ρητίνη
ρητό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close