Ρεφορμιστικός - ορισμός του ρεφορμιστικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%81%ce%b5%cf%86%ce%bf%cf%81%ce%bc%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.944.031.933
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ρεφορμιστικός
Μεταφράσεις
ρεφορμιστικός
reformist
ρεφορμιστικός
réformiste
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ρεπορτάζ
ρεπόρτερ
ρεπουβλικανός
ρεπούμπλικο
ρέπω
ρεσάλτο
ρεσεψιόν
ρεσεψιονίστ
ρεσιτάλ
ρέστα
ρεστοράν
ρετάλι
ρετιρέ
ρετσίνα
ρετσίνι
ρεύμα
ρευματικά
ρευματισμοί
ρευματισμός
ρεύομαι
ρεύση
ρευστή
ρευστό
ρευστοποιήσιμος
ρευστοποιώ
ρευστός
ρευστότητα
ρεφενές
ρεφορμισμός
ρεφορμιστής
ρεφορμιστικός
ρεφρέν
ρέψιμο
ρέω
ρήγας
ρήγμα
ρήμα
ρήμαγμα
ρημάδι
ρημαδιό
ρημάζω
ρηματικός
ρήνιο
Ρήνος
ρήξη
ρηξικέλευθος
ρήον
ρήση
ρητά
ρητή
ρητίνη
ρητό
ρήτορας
ρητορεία
ρητορική
ρητορικός
ρητός
ρητός αριθμός
ρήτρα
ρητώς
ρηχά
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close