ριζοσπαστικός
(προωθήθηκε από ριζοσπαστική)Μεταφράσεις
ριζοσπαστικός
(rizospasti'kos) αρσενικόριζοσπαστική
(rizospasti'ci) θηλυκόριζοσπαστικό
radicalradicalradicalradikaleradicaleالراديكالية自由基radikálníרדיקלי급진적인radikal (rizospasti'ko) ουδέτεροεπίθετο
επαναστατικός ριζοσπαστικές ιδέες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.