Ρουφώ - ορισμός του ρουφώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%81%ce%bf%cf%85%cf%86%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.663.941.183
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ρουφώ
Μεταφράσεις
ρουφώ
suck
,
slurp
ρουφώ
يَرْضَع
ρουφώ
sát
ρουφώ
sutte
ρουφώ
saugen
ρουφώ
chupar
ρουφώ
imeä
ρουφώ
sucer
ρουφώ
sisati
ρουφώ
succhiare
ρουφώ
吸う
ρουφώ
입으로 빨다
ρουφώ
zuigen
ρουφώ
suge
ρουφώ
possać
ρουφώ
sugar
ρουφώ
сосать
ρουφώ
suga
ρουφώ
ดูด
ρουφώ
emmek
ρουφώ
mút
ρουφώ
吮吸
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ρουθήνιο
ρουθούνι
ρουθουνίζω
ρουθούνισμα
ρουκέτα
ρουλεμάν
ρουλέτα
ρουλό
Ρουμάνα
ρουμάνι
Ρουμανία
ρουμανικά
ρουμάνικα
Ρουμανική γλώσσα
ρουμανικός
Ρουμάνος
ρούμι
ρούμπα
ρουμπίνι
ρούνοι
ρούσικος
ρουσφέτι
ρουτίνα
ρουφάω
ρουφηγμένη
ρουφηγμένο
ρουφηγμένος
ρουφηξιά
ρουφήχτρα
ρουφιάνος
ρουφώ
ρούχα
ρουχαλάκι
ρουχισμός
ρούχο
ρόφημα
ροχάλα
ροχαλητό
ροχαλίζω
ροχάλισμα
ρυάκι
ρύγχος
ρυζάλευρο
ρύζι
ρυζόγαλο
ρυζόχαρτο
ρυθμίζω
ρυθμική
ρυθμικό
ρυθμικός
ρύθμιση
ρυθμιστής
ρυθμίστρια
ρυθμός
ρυμοτομία
ρυμουλκό
ρυμουλκώ
ρυπαίνω
ρύπανση
ρύπος
ρυτίδα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close