Ρούμι - ορισμός του ρούμι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%81%ce%bf%cf%8d%ce%bc%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.663.107.349
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ρούμι
Μεταφράσεις
ρούμι
ron
rum
روم
rum
rom
Rum
rommi
rhum
rum
rum
ラム
럼주
rum
rom
rum
rum
ром
rom
เหล้ารัม
rom
rượu rum
朗姆酒
Ром
רום
(
'rumi
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
αλκοολούχο ποτό
rhum
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ρομποτική
ροντέο
ροοστάτης
ρόπαλο
ροπή
ροπή αδράνειας
ρόπτρο
ρότα
Ρουάντα
ρουβήδιο
ρουβίδιο
ρούβλι
Ρουέν
ρουζ
ρουθήνιο
ρουθούνι
ρουθουνίζω
ρουθούνισμα
ρουκέτα
ρουλεμάν
ρουλέτα
ρουλό
Ρουμάνα
ρουμάνι
Ρουμανία
ρουμανικά
ρουμάνικα
Ρουμανική γλώσσα
ρουμανικός
Ρουμάνος
ρούμι
ρούμπα
ρουμπίνι
ρούνοι
ρούσικος
ρουσφέτι
ρουτίνα
ρουφάω
ρουφηγμένη
ρουφηγμένο
ρουφηγμένος
ρουφηξιά
ρουφήχτρα
ρουφιάνος
ρουφώ
ρούχα
ρουχαλάκι
ρουχισμός
ρούχο
ρόφημα
ροχάλα
ροχαλητό
ροχαλίζω
ροχάλισμα
ρυάκι
ρύγχος
ρυζάλευρο
ρύζι
ρυζόγαλο
ρυζόχαρτο
ρυθμίζω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close