Ρυμουλκό - ορισμός του ρυμουλκό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%81%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%ba%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.656.199.684
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ρυμουλκό
Μεταφράσεις
ρυμουλκό
tugboat
(
rimul'ko
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
πλοίο ή όχημα που τραβάει άλλο
remorqueur
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ρουφηγμένο
ρουφηγμένος
ρουφηξιά
ρουφήχτρα
ρουφιάνος
ρουφώ
ρούχα
ρουχαλάκι
ρουχισμός
ρούχο
ρόφημα
ροχάλα
ροχαλητό
ροχαλίζω
ροχάλισμα
ρυάκι
ρύγχος
ρυζάλευρο
ρύζι
ρυζόγαλο
ρυζόχαρτο
ρυθμίζω
ρυθμική
ρυθμικό
ρυθμικός
ρύθμιση
ρυθμιστής
ρυθμίστρια
ρυθμός
ρυμοτομία
ρυμουλκό
ρυμουλκώ
ρυπαίνω
ρύπανση
ρύπος
ρυτίδα
ρυτιδιάζω
ρυτιδιασμένη
ρυτιδιασμένο
ρυτιδιασμένος
ρυτιδώνω
ρώγα
ρωγμή
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
ρωμαϊκός
ρωμαιοκαθολικός
Ρωμαίος
ρωμαλέα
ρωμαλέο
ρωμαλέος
ρώμη
Ρωσία
Ρωσίδα
ρωσικά
Ρωσική Ομοσπονδία
ρωσικός
Ρώσος
ρωτάω
ρωτώ
σ
Σ’ αγαπώ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close