Σάλτο - ορισμός του σάλτο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%ac%ce%bb%cf%84%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.592.431
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σάλτο
Μεταφράσεις
σάλτο
(
'salto
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
μεγάλο πήδημα
bond
αρσενικό
saut
αρσενικό
δίνω ένα σάλτο
faire un bond
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σαλάτα λαχανικών
σαλάτα λάχανο
σαλατιέρα
σαλάχι
σαλέ
σαλέπι
σαλεύω
σάλι
σάλιαγκας
σαλιάζω
σαλιάρα
σαλιάρης
σαλιαρίζω
σαλιάρικο
σαλιγκάρι
σαλίγκαρος
σαλικυλικός
σάλιο
σαλιώνω
σαλμονέλωση
σαλόνι
σαλόνι ομορφιάς
σαλόνι τράνζιτ
σάλος
σαλούν
σαλπάρω
σάλπιγγα
σαλπιγκτής
σαλτάρω
σαλτιμπάγκος
σάλτο
σάλτσα
σάλτσα βινεγκρέτ
σάλτσα ντομάτας
σάλτσα σόγιας
σαλτσιέρα
σάμαλι
σαμάνος
Σαμάρα
σαμαράς
σαμαρειτικός
σαμάρι
σαμάριο
σαμαρτάς
σαμαρώνω
σαματάς
σαμιαμίθι
Σαμόα
σαμοανικά
σαμογιτιανά
Σάμος
σαμουά
σαμουράι
σαμούρι
σάμπα
σαμπάνια
σαμπανιζέ
σαμπί
σαμπό
σαμποτάζ
σαμποτάρισμα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close