σάπιος
(προωθήθηκε από σάπιο)Μεταφράσεις
σάπιος
('sapços) αρσενικόσάπια
('sapça) θηλυκόσάπιο
rottenpourri, gâté, putréfié, véreuxعَفِنshnilýråddenverfaultpodridomätätruomarcio腐った썩은rotråttenzgniłypodreгнилойruttenเน่าเปื่อยçürümüşbị thối rữa腐烂的רקוב ('sapço) ουδέτεροεπίθετο
1. που βρίσκεται σε αποσύνθεση σάπιο ξύλομήλο Μυρίζει σάπιο αυγό.
2. μεταφορικά ανήθικος σάπιος άνθρωπος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.