σερφ
(προωθήθηκε από σέρφιγκ)Αναζητήσεις σχετικές με σέρφιγκ: μόντεμ
Μεταφράσεις
σερφ
(serf)ουσιαστικό ουδέτερο άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
η ιστιοσανίδα ή (γουίντ) σέρφιγκ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.