Σαδισμός - ορισμός του σαδισμός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%b1%ce%b4%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.654.196.210
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σαδισμός
Μεταφράσεις
σαδισμός
sadism
sadisme
sadismo
Sadismus
sadismo
sadisme
садизъм
sadisme
סדיזם
가학성
sadism
ซาดิสม์
(
saði'zmos
)
ουσιαστικό
αρσενικό
η ευχαρίστηση που παίρνει κν βασανίζοντας
sadisme
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ρωσικός
Ρώσος
ρωτάω
ρωτώ
σ
Σ’ αγαπώ
σ’αγαπάω
σ’αγαπώ
ΣIA
σαÀτα
Σάαρ
σαβάνα
σάβανο
σάββατο
σαββατόβραδο
σαββατοκύριακο
σαβούρα
σαβουρώνω
σαγή
σαγηνευτική
σαγηνευτικό
σαγηνευτικός
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγιονάρα
σαγιονάρες
σάγκα
σαγόνι
σαγρέ
σαδδουκαίος
σαδισμός
σαδιστής
σαδιστική
σαδιστικό
σαδιστικός
σαδίστρια
σαδομαζοχισμός
σαδομαζοχιστικός
σαζάνι
σαθρή
σαθρό
σαθρός
σαϊεντολογία
σαϊεντολόγος
σαικσπηρικός
σαΐνι
Σαιντ Κιτς και Νέβις
σαϊτα
σαΐτα
σακ βουαγιάζ
σάκα
σακάκι
σακαράκα
σακατεύω
σακάτης
σακάτισσα
σακί
σακίδιο
σακίδιο σέλας
σάκος
σακούλα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close