Σακαράκα - ορισμός του σακαράκα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%ac%ce%ba%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.602.323.885
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σακαράκα
Μεταφράσεις
σακαράκα
chignole
,
guimbarde
,
tacot
bucket
(
saka'raka
)
ουσιαστικό
θηλυκό
οικείο
αυτοκίνητο σε πολύ κακή κατάσταση
tacot
αρσενικό
ferraille
θηλυκό
vielle caisse
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγιονάρα
σαγιονάρες
σάγκα
σαγόνι
σαγρέ
σαδδουκαίος
σαδισμός
σαδιστής
σαδιστική
σαδιστικό
σαδιστικός
σαδίστρια
σαδομαζοχισμός
σαδομαζοχιστικός
σαζάνι
σαθρή
σαθρό
σαθρός
σαϊεντολογία
σαϊεντολόγος
σαικσπηρικός
σαΐνι
Σαιντ Κιτς και Νέβις
σαϊτα
σαΐτα
σακ βουαγιάζ
σάκα
σακάκι
σακαράκα
σακατεύω
σακάτης
σακάτισσα
σακί
σακίδιο
σακίδιο σέλας
σάκος
σακούλα
σακουλάκι
σακουλάκι τσαγιού
σάκχαρο
σακχαρόζη
σάλα
σαλάμι
σαλάτα
σαλάτα λαχανικών
σαλάτα λάχανο
σαλατιέρα
σαλάχι
σαλέ
σαλέπι
σαλεύω
σάλι
σάλιαγκας
σαλιάζω
σαλιάρα
σαλιάρης
σαλιαρίζω
σαλιάρικο
σαλιγκάρι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close