Σαπουνίζω - ορισμός του σαπουνίζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bd%ce%af%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.770.933.781
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σαπουνίζω
Μεταφράσεις
σαπουνίζω
savonner
(
sapu'nizo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
πλένω με νερό και σαπούνι
savonner
σαπουνίζω τα χέρια μου
se savonner les mains
σαπουνίζω τ'ασπρόρουχα
savonner du linge
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σανσκριτικός
Σανσόν
σανταλόξυλο
σαντζάκι
σαντιγί
σάντουιτς
σαντούρι
σαξονικός
σαξόπωνο
σαξοφωνίστας
σαξοφωνίστρια
σαξόφωνο
Σάο Τομέ και Πρίνσιπε
Σαουδάραβας
σαουδαραβικός
Σαουδική Αραβία
σάουνα
σάπια
σαπίζω
σαπίλα
σάπιο
σάπιο κρέας
σαπιοκάραβο
σάπιος
σάπισμα
σαπισμένος
σαπουνάδα
σαπούνι
σαπούνι σε σκόνη
σαπουνίζομαι
σαπουνίζω
σαπούνισμα
σαπουνοθήκη
σαπουνόνερο
σαπουνόπερα
σαπουνόφουσκα
σαπρός
σαπρόφυτα
σαπρόφυτο
σαπφείρινος
σαπφικός
Σαπφώ
σαπωνοειδής
σαραβαλάκι
σαραβαλιάζω
σαραβαλιασμένος
σαράβαλο
σαράι
σαράκι
Σαρακοστή
σαράντα
σαρανταήμερο
σαρανταοχτάωρη
σαρανταοχτάωρο
σαρανταο-χτάωρος-κτάωρος
σαρανταποδαρούσα
σαρδάμ
σαρδέλα
Σαρδηνία
σαρδηνιακά
σαρδόνια
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close