Σατιρικό - ορισμός του σατιρικό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%b1%cf%84%ce%b9%cf%81%ce%b9%ce%ba%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.935.886.388
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σατιρικός
(προωθήθηκε από
σατιρικό
)
Μεταφράσεις
σατιρικός
(
satiri'kos
)
αρσενικό
σατιρική
(
satiri'ci
)
θηλυκό
σατιρικό
satirique
(
satiri'ko
)
ουδέτερο
επίθετο
που διακωμωδεί μια κατάσταση
satirique
σατιρικό έργο
une pièce satirique
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σαρσέλα
σάρωθρο
σαρώνω
σάρωση
σαρωτής
σαρωτής, σκάνερ
σαρωτικός
σας
Σας αρέσει;
Σας αρέσουν τα θαλασσινά;
Σας πειράζει να καπνίσω;
Σας πειράζει;
σασί
σασπένς
σαστίζω
σαστιμάρα
σάστισμα
σαστισμένη
σαστισμένο
σαστισμένος
σατανάς
σατανική
σατανικό
σατανικός
σατανισμός
σατέν
σατίρα
σάτιρα
σατιρίζω
σατιρική
σατιρικό
σατιρικός
σατράπης
σατράπισσα
σατυρικός
σαύρα
σαύρας
σαφάρι
σαφένεια
σαφές
σαφήνεια
σαφής
σαφράν
σαφώς
Σαχάρα
σαχλαμάρα
σαχλαμάρας
σαχλαμαρες
σαχλή
σαχλό
σαχλός
Σαώ
σβάρνα
σβάρνά, βωλοκόπι
σβάστικα
σβελτάδα
σβέλτη
σβέλτο
σβέλτος
σβέρκος
σβήνω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close