σεισμόπληκτος
(προωθήθηκε από σεισμόπληκτη)Μεταφράσεις
σεισμόπληκτος
(si'zmopliktos) αρσενικόσεισμόπληκτη
(si'zmoplikti) θηλυκόσεισμόπληκτο
(si'zmoplikto) ουδέτεροεπίθετο
θύμα σεισμού
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.