Σεισμόπληκτος - ορισμός του σεισμόπληκτος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%80%ce%bb%ce%b7%ce%ba%cf%84%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.664.562.214
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σεισμόπληκτος
Μεταφράσεις
σεισμόπληκτος
(
si'zmopliktos
)
αρσενικό
σεισμόπληκτη
(
si'zmoplikti
)
θηλυκό
σεισμόπληκτο
(
si'zmoplikto
)
ουδέτερο
επίθετο
θύμα σεισμού
sinistré/-ée (d'un tremblement de terre)
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σεαα
σεβαμός
σεβάσμιος
σεβασμός
σεβαστή
σεβάστηκα
σεβαστό
σεβαστός
σέβη
Σεβίλλη
σέβομαι
σεζλόγκ
σεζόν
σέικερ
σείομαι
σειρά
σειρά μαθημάτων
σειρήνα
σειρήνες
Σείριος
σειρίτι
σεις
σεισμική
σεισμικό
σεισμικός
σεισμικότητα
σεισμογράφος
σεισμολογία
σεισμόπληκτη
σεισμόπληκτο
σεισμόπληκτος
σεισμός
σείω
σεκόγια
σεκρετέρ
σέλα
σέλας
σεληνάκατος
σελήνη
σεληνιακός
σελήνιο
σεληνολογία
σελίδα
σελιδοδείκτης
σελιδοποίηση
σελίνι
σέλινο
Σελοτέιπ
σελοφάν
σελφ σέρβις
σελώνω
σεμίδαλις
σεμινάριο
σεμνά
σεμνή
σεμνό
σεμνοπρεπής
σεμνός
σεμνότητα
σεμνότυφη
σεμνοτυφία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close