σιδερένιος
(προωθήθηκε από σιδερένιο)Μεταφράσεις
σιδερένιος
(siðe'reɲos) αρσενικόσιδερένια
(siðe'reɲa) θηλυκόσιδερένιο
ironhierroEisenferroferжелезоijzerferroالحديدжелязо铁鐵železojernrautaברזלjärnเหล็ก (siðe'reɲo) ουδέτεροεπίθετο
1. από σίδερο σιδερένιο κρεβάτι
2. μεταφορικά πολύ δυνατός σιδερένια θέληση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.