Σιταρένιος - ορισμός του σιταρένιος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%b9%cf%84%ce%b1%cf%81%ce%ad%ce%bd%ce%b9%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.669.364.774
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σιταρένιος
Μεταφράσεις
σ (ι) ταρένιος
(
sita'reɲos
)
αρσενικό
σιταρένια
(
sita'reɲa
)
θηλυκό
σιταρένιο
(
sita'reɲo
)
ουδέτερο
επίθετο
που είναι από σιτάρι
de blé de froment
σταρένιο ψωμί
un pain de blé
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σικάτη
σικάτο
σικάτος
σικελή
Σικελία
σικελικά
σικελικός
σιλανσιέ
σιλικόνη
σιλό
σιλουέτα
σιλφίδες
σιμιγδάλι
σιμπόργκιο
Σινεμά
σινί
σινιάλο
σινίαλο
σινολόγος
σιντί
Σιντοϊσμός
σιντριβάνι
σίριαλ
σίρκο
σιρόπι
σιρόπι για το βήχα
σιτάλευρο
σιταποθήκη
σιταρένια
σιταρένιο
σιταρένιος
σιτάρι
σιτηρά
σιτηρέσιο
σιτίζομαι
σιτίζω
σιτοβολώνας
σιτοδεία
σίτος
σιφόνι
σιφονιέρα
σίφουνας
σίφων
Σιχ
σιχαίνομαι
Σιχαίνομαι ...
σίχαμα
σιχαμάρα
σιχαμερή
σιχαμερό
σιχαμερός
σιχασιά
Σιωνισμός
σιωνιστής
σιωπή
σιωπηλά
σιωπηλή
σιωπηλό
σιωπηλός
σιωπηρά
σιωπηρός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close