Σκάλα - ορισμός του σκάλα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%ba%ce%ac%ce%bb%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.942.633.586
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σκάλα
Μεταφράσεις
σκάλα
ladder
سُلَّمٌ
žebřík
stige
Leiter
escalera
tikkaat
échelle
ljestve
scala
はしご
사다리
ladder
stige
drabina
escada
лестница
stege
บันได
taşınır merdiven
thang
梯子
(
'skala
)
ουσιαστικό
θηλυκό
ειδική κατασκευή για να ανεβαίνουμε και να κατεβαίνουμε
escalier
αρσενικό
κυλιόμενη σκάλα
escalator
αρσενικό
escalier
αρσενικό
mécanique
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σίφουνας
σίφων
Σιχ
σιχαίνομαι
Σιχαίνομαι ...
σίχαμα
σιχαμάρα
σιχαμερή
σιχαμερό
σιχαμερός
σιχασιά
Σιωνισμός
σιωνιστής
σιωπή
σιωπηλά
σιωπηλή
σιωπηλό
σιωπηλός
σιωπηρά
σιωπηρός
σιωπώ
σκάβω
σκαγιά
σκάγια
σκαεπάζω
σκαθάρι
σκάκι
σκακιέρα
σκακιστής
σκακίστρια
σκάλα
σκαλί
σκαλιά
σκαλίζω
σκαλίλω
σκάλισμα
σκαλιστή
σκαλιστήρι
σκαλιστό
σκαλιστός
σκαλοπάτι
σκαλώνω
σκαλωσιά
σκάμμα
σκαμνί
σκαμπάζω
σκαμπανεβάζω
σκαμπανέβασμα
σκαμπίλι
σκαμπιλίζω
σκαμπό
σκανάρω
σκανδάλη
σκανδαλίζω
σκανδαλιστική
σκανδαλιστικό
σκανδαλιστικός
σκάνδαλο
σκάνδαλος
σκανδαλώδες
σκανδαλώδης
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close