σκέφτομαι
Μεταφράσεις
σκέφτομαι
('sceftome)σκέπτομαι
denkenthinkpensarpenser, réfléchirpensarecogitaredenkenmyślećpensarдуматьيُفَكِّرُ فيpřemýšlettænke påajatellamisliti考える생각하다tenketänkaคิดพิจารณาdüşünmeksuy nghĩ思考 ('sceptome)ρήμα μεσοπαθητικό (ρήμα)
1. συλλογίζομαι Τον σκέφτομαι συνέχεια. Δε σκέφτεται παρά το συμφέρον του.
2. υπολογίζω, λογαριάζω Δε σκέφτεσαι τι θα πούνε οι άλλοι;
3. σκοπεύω, σχεδιάζω Σκέφτομαι να παραιτηθώ.