σκαλιστός
(προωθήθηκε από σκαλιστό)Μεταφράσεις
σκαλιστός
(skali'stos) αρσενικόσκαλιστή
(skali'sti) θηλυκόσκαλιστό
(skali'sto) ουδέτεροεπίθετο
για επιφάνεια με ανάγλυφα σχέδια σκαλιστό έπιπλο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.